- καταλεχθῆναι
- κατά-λέγω 2pick upaor inf passκατά-λέγω 3layaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκατατάσσω — Α 1. κατατάσσω επί πλέον 2. εξαρτώ ή προσαρτώ επί πλέον, επισυνάπτω («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.) 3. προσκολλώ κάποιον σε κάτι, επιβάλλω σε κάποιον αφοσίωση προς κάτι («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ … Dictionary of Greek